ὀμφακίζεται

ὀμφακίζεται
ὀμφακίζω
to be unripe
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομφακίζω — ὀμφακίζω (ΑΜ) [όμφαξ] (κυρίως για σταφύλια, αλλά και για ελιές και για άλλους καρπούς) είμαι άγουρος μσν. (για νεαρές κοπέλες) έχω μικρούς και σκληρούς μαστούς αρχ. 1. (για άμπελο) έχω άγουρα σταφύλια 2. μτφ. α) είμαι στριφνός β) είμαι ανώριμος 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”